- νηωποιεῖον
- νηωποιεῖον, τό,A = νεωποιεῖον, Milet.7.60.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηωποιείον — νηωποιεῑον, τὸ (Α) βλ. νεωποιείον … Dictionary of Greek
νεωποιείον — νεωποιεῑον και νηωποιεῑον, τὸ (Α) [νεωποιός] το αξίωμα του νεωποιού … Dictionary of Greek